- φάλτσος
- α, ο1) муз. фальшивый; 2) кривой, искривлённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φάλτσος — α, ο, Ν 1. παράφωνος·2. λοξός, στραβός 3. εσφαλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falso «λανθασμένος, ψευδής, παραποιημένος»] … Dictionary of Greek
φάλτσος — α, ο (λ. ιταλ.) 1. παράφωνος, παράτονος: Φάλτσα φωνή. 2. λοξός, γωνιώδης, στραβός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
έκτονος — η, ο (AM ἔκτονος, ον) Ι. παράτονος, παράφωνος, ο έξω τού μουσικού τόνου, παράχορδος, φάλτσος 2. χαλαρός, άτονος, ξετεντωμένος ΙΙ. επίρρ. εκτόνως νεοελλ. άτονα, χαλαρά αρχ. έντονα, σφοδρά … Dictionary of Greek
ξώφαλτσος — η, ο επιφανειακός, ξώπετσος. επίρρ... ξώφαλτσα 1. επιφανειακά, ξυστά 2. μτφ. ακίνδυνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξώφαρσος, με παρετυμολ. επίδραση τού φάλτσος «λοξός, στραβός»] … Dictionary of Greek
πάραυλος — (I) ον, Α αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στην αυλή ή αυτός που προέρχεται από κοντινή απόσταση («τίνος βοή πάραυλος ἐξέβη νάπους;» ποια βοή έφθασε εδώ από το κοντινό δάσος; Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αὐλή]. (II) ον, Α 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
παράτονος — η, ο / παράτονος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ανακριβής κατά τον τόνο, λανθασμένος κατά τον τονισμό 2. μουσ. ασύμφωνος μουσικά, παράφωνος, παράχορδος, κν. φάλτσος 3. ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο παράτονος ισχυρό συρματόσχοινο που ξεκινά από τον λαιμό τού… … Dictionary of Greek
παράφωνος — η, ο / παράφωνος, ον ΝΑ νεοελλ. 1. (για μουσ. φθόγγο) αυτός που ηχεί κακώς, που παραβιάζει την αρμονία, δυσαρμονικός, παράχορδος 2. (για πρόσ.) κακόφωνος, παράτονος, φάλτσος αρχ. 1. μουσ. αυτός που συνηχεί, που βγάζει ήχους ή φθόγγους μαζί με… … Dictionary of Greek
παραείδω — και παρᾴδω Α 1. τραγουδώ μπροστά ή κοντά σε κάποιον 2. (στον τ. παρᾴδω) κάνω παραφωνία, είμαι φάλτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ᾄδω / ἀείδω «τραγουδώ»] … Dictionary of Greek
παρασυστολέας — ο ναυτ. πλάγιος συστολέας που αναδένεται προσωρινά από μεγάλο ιστίο τής περιοχής τής πρύμνης, όταν φυσάει σφοδρός άνεμος, κν. κόντρα στίγκος ή φάλτσος στίγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + συστέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον… … Dictionary of Greek
φαλτσαστέκα — και φαλτσοστέκα και φαλτσοστεκιά, η, Ν 1. εσφαλμένο χτύπημα τής σφαίρας στο μπιλιάρδο 2. (κατ επέκτ.) αποτυχημένη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλτσος + στέκα] … Dictionary of Greek